( Memories, Wanderings,.....Moments!)

12/4/11

- Συγγενείς από τη Μητέρα

ΙΙ. Οι Συγγενείς από τη Μητέρα μου

Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε περισσότερη επαφή με τον κλάδο της μητέρας μου, καθώς μέναμε πολύ κοντά, περίπου 20 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μας στους Αγίους Αναργύρους.

 - Η γιαγιά Φραντζέσκα και ο παππούς Βασίλης.

Η γιαγιά Φραντζέσκα (μητέρα της μητέρας μου), είχε γεννηθεί στην Αθήνα, οδός Χ.Τρικούπη στην περιοχή Νεάπολη Εξαρχείων. Εκεί γεννήθηκαν και τα παιδιά της, με τον πρώτο άνδρα της το Γιάγκο Κουρούπη, ο Αργύρης, η Αγγελική και η Ζωή, ενώ η Αμαλία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όταν για μικρό διάστημα είχαν πάει εκεί. Πολύ αργότερα ήρθαν στα κάτω Πατήσια, οδός Θεοφιλά κοντά στο ποτάμι, δίπλα στο σημερινό Εθνικό Δρόμο. .......(για τη συνέχεια)

Εκεί, ο παππούς Βασίλης είχε νοικιάσει μια έκταση την οποία φύτευε με λαχανικά και άλλα, είχε κάποια λίγα ζώα και πάντοτε 2-3 σκυλιά, καθώς ήταν κυνηγός. Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου αυτά τα περιβόλια στα κάτω Πατήσια συντήρησαν, όλη την οικογένεια και συγγενείς από την πείνα της Κατοχής. Στην αυλή του τότε σπιτιού είχαν φτιάξει και ένα καταφύγιο για να τους προσφέρει ασφάλεια κατά τους βομβαρδισμούς εκείνης της περιόδου, μετά την απελευθέρωση. Μάλιστα η θεία Ζωή, το λέει ακόμη και σήμερα (2013), ότι σε αυτό το καταφύγιο με έπαιρνε μαζί της όταν ερχόντουσαν τα αεροπλάνα για να βομβαρδίσουν την Αθήνα, θέλοντας έτσι να σώσει εμένα και τον εαυτόν της.

Στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, όταν ήμουν πολύ μικρός πηγαίναμε 2-3 φορές τη βδομάδα. Εκεί περνάγαμε συνήθως, γιορτές, Κυριακές, γλέντια και άλλες συγγενικές και φιλικές συγκεντρώσεις. Θυμάμαι, ότι κάθε Καθαρή Δευτέρα, ο ανιψιός του παππού ο Ιερόθεος (γιός της αδελφή του που είχε πεθάνει πολύ νωρίς), για μένα Γουρούτσος, μου έφτιαχνε αετούς και σμυρνάκια. Ο παππούς είχε τον Ιερόθεο για τις κάθε είδους δουλειές των χωραφιών, ενώ αν έκανε κάποια ζημιά έτρωγε πολύ μα πάρα πολύ ξύλο από τον παππού. Υπήρχαν φορές που έμεινα στο σπίτι της γιαγιάς για πολλές μέρες. Θυμάμαι ακόμη τη διαδρομή. Από την ''Ελιά του Πεισίστρατου'' στους Αγίους Αναργύρους ή από το τότε στρατιωτικό εργοστάσιο του 301, σε χωμάτινους δρόμους, μονοπάτια και μέσα από περιβόλια, φτάναμε στη βίλλα του Μέρλα και από εκεί κατευθυνόμαστε, περνώντας τις γραμμές του τραίνου (Πελοποννήσου και Λαρίσης) στη συνοικία Κουκλάκι.


        













Γιαγιά Φραντζέσκα και Αργύρης, 1917.       Γιαγιά Αμαλία, Αγγελική, Ζωή, Αμαλία, Αργύρης. 1926.


Θυμάμαι ότι εκεί στις γραμμές, φύτρωνε σωρηδόν ανάμεσα στις πέτρες των γραμμών η κάπαρη που τη μάζευε η μητέρα μου, πηγαίνοντας προς τη γιαγιά. Στη συνέχεια της διαδρομής, διασχίζαμε, πάνω σε πέτρες ή κορμούς δένδρων, το πρώτο ρέμα (Καναπιτσερή ;), που είχε σχεδόν πάντοτε καθαρό νερό και αμμόλοφους, για να φτάσουμε, πάλι μέσα από περιβόλια στο άλλο ποτάμι, ένα παραπόταμο (Ποδονύφτης;) του Κηφισού. Εκεί τότε, τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε γέφυρα. Η μόνη γέφυρα που θυμάμαι ήταν μακρύτερα, στις Τρείς Γέφυρες που ήταν πετρόκτιστη. Και πάλι πάνω από πέτρες, τάβλες και κομμένους κορμούς δένδρων, περνούσαμε τον ποταμό, για να φτάσουμε στο σπίτι της γιαγιάς. Αργότερα, στην περιοχή αυτή (στο ύψος της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής) έφτιαξαν μια ξυλογέφυρα και πολύ αργότερα έστησαν μια στρατιωτική γέφυρα. Ο Κηφισός τις περισσότερες φορές τότε είχε χρωματιστά νερά, καθώς τα νερά από τα βαφεία και τα εριουργία της ευρύτερης περιοχής αποχετεύονταν σε αυτόν. Εκεί, δίπλα στο ποτάμι υπήρχαν τεράστιες λεύκες και εκεί δίπλα ήταν το σπίτι της γιαγιάς Φραντζέσκας και του παππού Βασίλη. Θυμάμαι τα τρία σε σειρά μεγάλα δωμάτιά τους, την αυλή με μια μεγάλη λεύκα, τα πρόβατα, τις κατσίκες, τις κότες και τα κυνηγητικά σκυλιά, πάντοτε δεμένα με αλυσίδα. Επίσης, αμυδρά θυμάμαι ότι υπήρχε στην αυλή ένα πηγάδι και ένα καταφύγιο, όπου μαζεύονταν όλοι εκεί κατά τους βομβαρδισμούς της Γερμανικής αεροπορίας στο πόλεμο 1940-1945 και των Εγγλέζων κατά τα Δεκεμβριανά.                                                                   

Γιαγιά Φραντζέσκα και Σωτήρης, Ραφήνα, 1980.                                       Αγγελική, 1920.     

Εκεί στα κάτω Πατήσια, όπως αναφέρω και πιο πάνω, ο παππούς είχε νοικιάσει, από την κα Βάθη μια έκταση όπου την καλλιεργούσε κυρίως με κηπευτικά. Από τα προϊόντα αυτής της έκτασης δεν πείνασε κανείς από τους συγγενείς μας, στη μεγάλη πείνα της Γερμανικής Κατοχής της Αθήνας. Για τις ποτιστικές ανάγκες των καλλιεργειών έπαιρναν νερό από πηγάδι (σημερινός βόθρος στο πρώτο σπίτι της Ζωής και της Αμαλίας) με πετρελαιοκίνητη αντλία. Αργότερα, κατασκεύασαν ανοιχτή δεξαμενή (ήταν κοντά στο σπίτι των Κουνάδη) που δεχόταν ‘’τα χρωματιστά’’ νερά από τα υφαντουργία και τα βαφεία της περιοχής (κυρίως από το εργοστάσιο του Ναθαναήλ). Αργότερα, ο παππούς είχε βοηθό του στις γεωργικές ασχολίες τον ανιψιό του (γιός της αδελφής του που πέθανε νωρίς) Ιερόθεο, που σκοτώθηκε όμως κατά τη δεκαετία του 1950 στο στρατό, όταν καταπλακώθηκε από ένα στρατιωτικό όχημα. Το ξύλο που έτρωγε ο Ιερόθεος από το θείο του ήταν τρομερό. ΄Οπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι, ο παππούς ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος, αλλά για μας τα παιδιά και για τα παιδιά των παιδιών μας έδειχνε και είχε απεριόριστη αγάπη. Ακόμη και όταν μεγαλώσαμε, έπρεπε να είμαστε εκεί στο σπίτι κάθε πρωτοχρονιά που γιόρταζε και γινόταν γλέντι μέχρι αργά.
Από τις ωραιότερες αναμνήσεις μου την περίοδο, πριν από το 1950, ήταν όταν πηγαίναμε ή μέναμε για μερικές μέρες στη γιαγιά και στον παππού. Κοιμόμασταν ανάμεσά τους στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι τους, αποκοιμισμένοι με παραμύθια. Τότε, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Για φως τη νύχτα χρησιμοποιούσαν λάμπα πετρελαίου με μια φουρκέτα πάνω στο γυαλί, για να μη σπάσει από την υψηλή θερμοκρασία. Την επόμενη μέρα, το γυαλί ήθελε καθάρισμα με νερό και εφημερίδα, γιατί μαύριζε. Και έσπαγε πολύ εύκολα. Αργότερα, ήρθαν οι λούξ λάμπες. Στα λούξ, ήθελε πολύ μεγάλη προσοχή ο αμίαντός τους που φώτιζε, το καλό τρομπάρισμα και κυρίως δεν έπρεπε να κουνηθεί, γιατί καταστρεφόταν ο αμίαντος. Το νερό από το πηγάδι φυλασσόταν σε στάμνες. Καλές ήταν οι στάμνες (διατηρούσαν δροσερό το νερό) μόνο όταν ίδρωναν εξωτερικά. Αργότερα, ήρθαν τα ψυγεία του πάγου. Και για να διατηρηθεί περισσότερο χρόνο ο πάγος τον τύλιγαν σε εφημερίδες και έβαζαν χοντρό αλάτι πάνω του.
Ζωή, Αγγελική, Αμαλία,

Θυμάμαι, ότι σε ορισμένες εργασίες στα χωράφια ήμουν παρών και χαιρόμουνα πολύ τη διαδικασία του οργώματος και του σβαρνίσματος. Σχεδόν χοροπηδούσα όταν με έβαζαν πάνω στο μαδέρι για το σβάρνισμα. Πάνω στο μαδέρι -εγώ, ο παππούς και ο Ιερόθεος- μας έσερνε το άλογο για να σπάσουν οι σβώλοι του εδάφους από τα οργώματα. Μου άρεσαν και τα ποτίσματα των χωραφιών με τα αυλάκια, την τσάπα που ανοιγόκλεινε την είσοδο και την έξοδο του νερού. Διαδικασία αξιοπερίεργη και συνάμα μαγική για τα παιδικά μου χρόνια. Αλλά και όταν, τουφέκιζε ο παππούς (Βασίλης ο κυνηγός με όνομα στα Κάτω Πατήσια) τα τρυγόνια που πέρναγαν πάνω από τις λεύκες, κοντά στο ποτάμι. Όταν με βαστούσε δίπλα του ντουφεκίζοντας τα πουλιά. Και τα κυνηγόσκυλα (πάντοτε είχε σκυλιά ράτσας Σέτερ, Πόιντερ, Κόκερ και άλλα) έτρεχαν να πιάσουν και να φέρουν τα σκοτωμένα ή πληγωμένα πουλιά. Όταν, ο παππούς δοκίμαζε σκοποβολή και την ισχύ των φυσιγγιών, πάνω σε γκαζοτενεκέδες. Όταν, δέναμε κάτω από τα παπούτσια μας πλακάκια και πλάκες, για να κάνουμε κατάβαση από ψηλά στους χωμάτινους λόφους της περιοχής, μέσα στη όχθη το ποταμού. Όταν, μας κυνηγούσαν τα κοκόρια να μας τσιμπήσουν και ο Βασίλης τα αποκεφάλιζε με το φτυάρι. Όταν φτιάχναμε κατασκευές μέσα στη λάσπη των ποτιστικών αυλακιών, με την άμμο του ποταμού, με τους βλαστούς των κολοκυθιών και το νερό (πρώιμα αρδευτικά συστήματα), τους χαρταετούς (κυρίως σμυρνάκια) και την αλευρόκολλα, τα πληγωμένα από τα σκάγια πουλιά (τρυγόνια, πέρδικες, κ.ά) που τα είχαμε για πολύ καιρό ως οικόσιτα, μετά τη φροντίδα των πληγών τους. Όταν, βάζαμε ιξόβεργες για να πιάσουμε ωδικά πουλιά (φλώρια, καρδερίνες, κ.ά). Αμέτρητα τα πουλιά που πιάναμε και που τα φροντίζαμε σε κλουβιά. Περίοδοι ανεμελιάς, παιδικά χρόνια με αξέχαστες αναμνήσεις.
- Γιορτές και τσιμπούσια. Ο παππούς Βασίλης, πήγαινε για κυνήγι πολύ συχνά. Ήταν πολύ καλός, ο καλύτερος κυνηγός σε όλα τα Πατήσια, όπως έλεγαν συγγενείς, γνωστοί και φίλοι, αλλά και άγνωστοι.  Και μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι της Γιαγιάς ή της θείας Αμαλίας από την οικογένεια (Κουσουρής, Κουρούπης, Ξυδέας, Νικολακόπουλος, Βρανόπουλος, Σαχτούρης, Βάκης κ.ά) και από συγγενείς και φίλους τους, για να φάμε και να γιορτάσουμε. Λαγοί, πέρδικες, ορτύκια, τσίχλες και άλλα κυνήγια ήταν συνήθως η .......συγκομιδή.
 Η Γιαγιά Φραντζέσκα, ο αδελφός της Γιώργος Βρανόπουλος, η γυναίκα του,
 η μητέρα μου, ο πατέρας μου,  ο θείος Αργύρης και η θεία Ερασμία, 1958.
Και τραγουδούσαν, με πολύ ωραία φωνή ο πατέρας μου, η Γιαγιά, η θεία Αμαλία και ο θείος Αργύρης. Ο θείος Σωτήρης Ξυδέας τους ηχογραφούσε σε ένα μαγνητόφωνο, αν θυμάμαι καλά Telefunken. Ακόμη μας έβγαζε και φωτογραφίες. Συνήθως, τα τραγούδια τους ήταν καντάδες και ελαφρά τραγούδια της εποχής…..’’Αν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι, Το μινόρε της αυγής, ΄Αστα τα μαλάκια μου, Τραμπαρίφας, Καπετάν Αντρέα Ζέπο……..’’ και πολλά άλλα, που εμένα δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα. 
Μεταξύ των συγγενών που ερχόντουσαν σε αυτά τα τσιμπούσια θυμάμαι τον αδελφό του παππού Βασίλη, το Μανωλάκη Σαχτούρη, που ήταν τυπογράφος και έφτιαχνε σε όλο το σόϊ τις επαγγελματικές τους κάρτες. Τον Ανδρέα το Βρανόπουλο με τη γυναίκα και τα παιδιά του, που έμεναν στην αρχή της οδού Χαρ. Τρικούπη, δίπλα στην τότε κλινική Σμπαρούνη, σε δίπατο νεοκλασσικό σπίτι που το είχα επισκεφτεί. Ο Ανδρέας Βρανόπουλος ήταν και αυτός κυνηγός και μερικές φορές έκαναν μαζί με τον παππού τα κυνήγια τους. Από τα παιδιά τους θυμάμαι τη μεγάλη κόρη Λέλα που είχε παντρεφτεί ένα ΄Ελληνα από το Κονγκό. 
Ο γιός του Ανδρέα, ο Επαμεινώντας ήταν ιστορικός, αρχαιολόγος. Είχε δουλέψει πολύ με τα Ελληνόφωνα χωριά της κάτω Ιταλίας, αλλά και τους ''Καλάς'',τους απόγονους του Μ. Αλέξανδρου στο Πακιστάν. Κάποτε, πριν από μερικά χρόνια, μαζί με το θείο Σπύρο Νικολακόπουλο, είχαμε παρακολουθήσει αρκετές φορές τις ομιλίες του, όταν επέστρεφε από τα ταξίδια του στο Πακιστάν και την κάτω Ιταλία. Ο Επαμεινώντας μου είχε ζητήσει να γράψω μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό  ''Ευβοϊκά Αρχεία'', όπου ήταν τότε αντιπρόεδρος του συλλόγου. Η εργασία μου αυτή είχε να κάνει με την επίλυση των τότε προβλημάτων ύδρευσης της Χαλκίδας από τη λίμνη Παραλίμνη, μέσω ενός ταχυδιυλιστηρίου στην περιοχή Λουκίσια Βοιωτίας. 
Επίσης, στο σπίτι της γιαγιάς Φραντζέσκας ερχόταν και ο Γιώργος το Βρανόπουλος με τη γυναίκα του τη Λόλα και με τα μερικά από τα παιδιά τους (Ελισάβετ, Ελένη, Μίλτος, Μίμης). Πολύ αργότερα, συνάντησα το Γιώργο στην Κυψέλη, στην οδό Κεφαλληνίας όπου έμεναν σε διώροφο κλασσικό σπίτι. Εκεί, ακριβώς απέναντί τους έμενε και η γυναίκα μου. Μάλιστα, για το γάμο μας στον Αγ.Γιώργη στην Κυψέλη, η γυναίκα του Γιώργου, η Λόλα και η κόρη του η Ελισάβετ πήγαν στην εκκλησία ως μάρτυρες για να υπογράψουν τα σχετικά χαρτιά του γάμου μας.
Αδελφός του Γιώργου και του Ανδρέα ήταν και ο Μήτσος Βρανόπουλος, πρώην αστυνομικός Δ/ντής Αθηνών, βουλευτής και Υπουργός Συγκοινωνιών στις κυβερνήσεις Καραμανλή. Δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά. ΄Οπως έλεγαν αγαπούσε πολύ τη θεία του, τη γιαγιά Αμαλία, τη ξαδέλφη του γιαγιά Φραντζέσκα, αλλά ποτέ δεν έκανε ρουσφέτι στην οικογένεια, παρότι μερικές φορές απευθυνθήκανε σε αυτόν για να τους λύσει μερικά προβλήματα που είχαν. Αυτός είχε γιό το Μιχάλη Βρανόπουλο, πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, που δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.

 
Επίσης, στο σπίτι της γιαγιάς ερχόταν η θεία Αναστασία (ξαδέλφη της από το σόι της μητέρας της, της γιαγιάς Αμαλίας) και με τα ανίψια της, το Βαγγέλη και υον Αργύρη Βάκη. Γυναίκα του Βαγγέλη ήταν η Μαρία και έφερναν μαζί τους το γιό τους τον ΄Αρη και τα δύο κορίτσια τους. Ο Βαγγέλης, ήταν υπάλληλος σε υφασματοεμπορικά στην Αιόλου και στη γύρω περιοχή. Η θεία Αναστασία, έφτιαξε ένα σπίτι στη Ραφίνα, κοντά στο δικό μας, και συχνά τα καλοκαίρια ο Βαγγέλης με τα παιδιά τους ερχόντουσαν εκεί, κάναμε παρέα και τα απαραίτητα τότε γλέντια. Την τελευταία φορά που είχα συναντήσει τον Αργύρη Βάκη ήταν στο Φάληρο, όταν είχε διοργανώσει εκεί ένα φεστιβάλ ή μια γιορτή κρασιού (Σαμιώτικο;), κάποιο καλοκαίρι. Πολύ αργότερα, από τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, άκουσα ότι ο Αργύρης Βάκης ήταν ο στυλοβάτης της Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων, καθώς φρόντιζε τα γραμματειακά, τη διαχείριση και την υποδομή της, ενώ εξυμνούσε τη γενικότερη προσφορά του στην Εταιρία. Μετά από πολλά χρόνια, όταν παντρεύτηκα, μου έλεγε η γυναίκα μου ότι στην Αγγλία, όπου σπούδαζε και εργαζόταν, έκαναν παρέα και έμεναν δίπλα-δίπλα στο Λονδίνο με τον Αργύρη το Βάκη και την τότε γυναίκα του τη Ροζαλία.
Μητέρα, θεία Ελένη, θεία Ερασμία, Φραντζέσκα, Πέτρος. 1956

Σε γενέθλια, ονομαστικές γιορτές, τις απόκριες και άλλες συνάξεις (γλεντούσαν τότε με το παραμικρό γεγονός), τα γλέντια κρατούσαν μέχρι τα ξημερώματα. Εμείς, μικρά παιδιά κοιμόμασταν στα διπλανά δωμάτια και την επόμενη μέρα πηγαίναμε σπίτι μας. Ο θείος Αργύρης με το φίλο του το Παναγιώτη το Χάνο (ήταν νονός της ξαδέλφης μου Νατάσας-Τασούλας Ξυδέα), ήταν πρώτοι όχι μόνο στα Χασάπικα και Ζεϊμπέκικα, αλλά και στα βάλς, ταγκό, αλλά και στους χορούς της εποχής, όπως φολκς-τρόκ κλπ. Ο πατέρας μου δεν ήξερε να χορεύει, αλλά τραγουδούσε πολύ ωραία, και πάντοτε έλεγε αστεία ανέκδοτα, πολύ συχνά σόκινς (…Σωτήρη, ντροπή, είναι και τα παιδιά, έλεγε η μητέρα μου). Και έτρωγε..…ποσότητες από γλυκά. Γαλακτομπούρεκο, καταϊφι, μπακλαβάς, καρυδόπιτα και άλλα. Τόση ήταν η μανία του για γλυκά που λέγανε, ότι σε ένα γλέντι στου Χάνου το σπίτι (Σατωμβριάνδου και Μενάνδρου γωνία, πίσω από το Εθνικό θέατρο), περπάτησε στο περβάζι του δευτέρου ορόφου για να πάει στο άλλο δωμάτιο για να πάρει ένα ταψί γλυκό που του το είχαν κρύψει. Πολύ αργότερα, όταν ερχόταν ο πατέρας μου να δει τα εγγόνια του Σωτήρη και Σπύρο, πάντοτε είχε στις τσέπες του καραμέλες γάλακτος.
Οικογενειακό γλέντι με την αδελφή μου, τον Πέτρο, τον Παππού,
το θείο Αργύρη, τον πατέρα μου,  τη γιαγιά, τη μητέρα μου και τη θεία Ερασμία, 1958.
 Γενέθλια Πέτρου, 1959
- Οικογένεια θείου Αργύρη. Ο θείος Αργύρης, ήταν παλαιός ποδοσφαιριστής της ομάδας Πρόοδος Πατησίων (έξω αριστερά) και στο στρατό ήταν εκπαιδευτής μοτοσικλετιστής. Θυμάμαι που με έκανε βόλτες στις αλάνες στα κάτω Πατήσια με τη στρατιωτική μηχανή. Αργότερα με τη μηχανή με το καλάθι, μας έπαιρνε και μας πήγαινε Πεντέλη, Βουλιαγμένη και αλλού. ΄Ηταν αυτός που με μύησε στον Παναθηναϊκό. Αμέτρητες φορές πηγαίναμε στη Λεωφόρο. Και όταν δεν είχε τη μηχανή του, κατεβαίναμε, μέχρι την οδό Αχαρνών με τα πόδια για να πάρουμε το λεωφορείο για το σπίτι. Αλησμόνητο εκείνο το παιγνίδι με το Ολυμπιακό, που έγιναν πολλά επεισόδια. Διακοπτόταν συνεχώς ο αγώνας, και ενώ είχε ξεκινήσει γύρω στις 5μμ, έληξε γύρω στο βαθύ σούρουπο, με ένα άπιαστο γκόλ, αν θυμάμαι του Πανάκη ή του Παπαεμμανουήλ. Την άλλη μέρα η Αθλητική Ηχώ έγραφε ότι ‘’……και δύο ήλιοι να υπήρχαν, το σουτ δεν θα το έβλεπε ο Θεοδωρίδης για να το πιάσει’’. Χαρακτηριστικό το γέλιο του θείου Αργύρη. Είχε και μοτοσυκλέτα με καλάθι, όπου καθόταν συνήθως η θεία Ερασμία. Και ήταν πολύ χοντρή. Και λέγαμε ‘’…….ο λιγνός (Αργύρης) και η χοντρή’’. Ο ξάδελφος ο Πέτρος έκανε πολλές σκανταλιές. Μεγάλη η κόντρα του με τη μητέρα του. Κάποια περίοδο, όταν πλέον ήμουν φοιτητής, έκανα στον Πέτρο και στον άλλο Πέτρο τον Κουνάδη ενισχυτικά μαθήματα μαθηματικών και φυσικής. Ακόμη θυμάται ο ξάδελφος Πέτρος και μου το λέει όταν συναντιόμαστε, ότι αυτά τα μαθήματα τον βοήθησαν πολύ.

Ο θείος Αργύρης και η θεία Ερασμία, πριν αποκτήσουν το ξάδελφο Πέτρο, ήταν τακτικότατη μαζί μας στις καλοκαιρινές διακοπές (π.χ. Βουλιαγμένη, Πεντέλη). Συνήθως έφερναν μαζί τους τα σαββατοκύριακα τον ξάδελφο της θείας το Δημήτρη τον Κοντέα και άλλους φίλους και συγγενείς. Το επακόλουθο ήταν γλέντι, τραγούδια, φαγοπότι. Με αυτούς κάναμε αρκετές εκδρομές, στην Κινέττα, Λούτσα, Ωροπό και αλλού. Θυμάμαι ότι ναύλωναν φορτηγό αυτοκίνητο, όπου μετέφεραν εκτός από εμάς και τους φίλους της οικογένειας, τραπέζια, καρέκλες, λαχανικά, φρούτα, κρεατικά, ταψιά με φαγητά και γλυκά, πάγο για δροσερό νερό, κουβάδες, κουβέρτες, σεντόνια και άλλα χρειαζούμενα για τις μονοήμερες ή και τριήμερες εκδρομικές εξορμήσεις. Τραγούδια, αστεία, ανέκδοτα, χαρτιά και γέλια, συνέδεαν το τότε σκηνικό. Αξέχαστες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας.
Ο θείος Αργύρης στην άκρη δεξιά, ποδοσφαιριστής,
της ομάδας Πρόοδος, Πατησίων, 1940.
Η θεία Ερασμία ειδικευόταν στα γλυκά και από τα φαγητά στο παστίτσιο. Σε κάποια γιορτή, όταν έμεναν στην οδό Βουτυρά (απέναντι από την αρχή της οδού Θεοφιλά) στα Κάτω Πατήσια, εγώ περίπου εξάχρονος, κρατώντας ένα αναμμένο κερί έβαλα φωτιά και έκαψα εκείνο το μεσημέρι την κουρτίνα της σαλοτραπεζαρίας τους ολότελα. Και το βράδυ…..έγινε το γλέντι για τη γιορτή, όπως συνήθως. Πολύ νωρίτερα, θυμάμαι ότι έμεναν πέρα από την οδό Στρατ.Καλάρη (οδός Παρασκευοπούλου ή Κουρτίδου), κοντά στα σημερινά ΚΤΕΛ υπεραστικών. Εκεί, είχαν μαζί τους και τη Λούλα, την ανιψιά του θείου Σωτήρη. Η θεία Ερασμία, από πολύ παλιά πήγαινε και βοηθούσε, σχεδόν καθημερινά, το θείο Αργύρη στο μανάβικο που είχε, στην οδό Αχαρνών, ακριβώς απέναντι από το σημερινό σταθμό του ηλεκτρικού Κάτω Πατήσια. Το μαγαζί ήταν στην αρχή πολύ ευρύχωρο, ενώ αργότερα χωρίστηκε στη μέση και έγινε στενόμακρο. Θυμάμαι ότι ακριβώς εκεί τερμάτιζε το τράμ Αχαρνών. Πέρα από τους τζαμπατζίδες που κρέμονταν από τους προφυλακτήρες του τράμ, ακόμη ηχούν στα αυτιά μου ο δαιμονισμένος θόρυβος καθώς αυτό ερχόταν. Την περίοδο του Πάσχα η πιτσιρικαρία της περιοχής έβαζε πάνω στις γραμμές και σε μήκος 100 και πλέον μέτρων, μίγμα εκρηκτικής ύλης. Οι κρότοι εκκωφαντικοί, αλλά και διασκεδαστικοί. Οι Κουρούπηδες, έφτιαξαν το δικό τους σπίτι στην οδό Δήλου, σημερινή Ν. Χαλκηδόνα και τότε Κουκλάκι, απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς, και το ποτάμι. Εκεί, ήταν αξέχαστες οι γιορτές και τα γενέθλια. Ευρωπαϊκοί και λαϊκοί χοροί, τραγούδια, πάντοτε καλό φαγοπότι. Χάνος, Κοντέας, Ξυδέας, Κουσουρής, Κλαμπατσέας, και πολλοί άλλοι στις τότε βεγκέρες. Τα ξημερώματα γυρίζαμε σπίτι ή εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν εκεί. Πίσω από το σπίτι του θείου Αργύρη έμενε ο Ρίπης που είχε περιβόλια. Ο πατέρας μου ως μηχανικός, θυμάμαι ότι κατέβαινε στο πατάρι μέσα στο πηγάδι για να του επισκευάσει την πετρελαιοκίνητη αντλία για το πότισμα των χωραφιών. Πολύ πιο πίσω από του Ρίπη είχε βουστάσια ο Καραγιάννης. Αργότερα,δίπλα τους έμενε ένα συμπαθητικό ζευγάρι η κυρία Τούλα με τον κύριο Ανδρέα.
- Οικογένεια θείας Ζωής. Η θεία Ζωή, επειδή ήμουν το πρώτο ανίψι στην οικογένεια, μου είχε ιδιαίτερη αγάπη και με καμάρωνε ακόμη και αργότερα και μετά τη δεκαετία του 2000. Πάντοτε εξιστορούσε το πώς με άρπαζε στην αγκαλιά της και με πήγαινε στο καταφύγιο, στους βομβαρδισμούς της μετα-κατοχικής περιόδου (1944-1945). Από τη δουλειά της (δούλευε ως γραμματέας στο Linguaphone), συνεχώς μας έφερνε γραμματόσημα από την αλληλογραφία της δουλειά της, καθώς ο πατέρας μου έκανε συλλογές γραμματοσήμων από πολύ παλιά. Τη ίδια αγάπη για μένα είχε και ο άνδρας της, ο θείος Σπύρος Νικολακόπουλος. Ατέλειωτες οι συζητήσεις μας όταν ήμουν έφηβος και αργότερα, στο γραφείο του στην οδό Χαλκοκονδύλη, ή παρακολουθώντας κάποιες ομιλίες.
 

Κάποια περίοδο με έπαιρνε σε ημερήσιες και πολυήμερες εκδρομές. Και κάποια καλοκαίρια, έκανα διακοπές μαζί τους στη Ν. Μάκρη (στο σπίτι του Τσίρκα με τον Νερόμυλο ση Λ. Μαραθώνα), στη Ζαχάρω στο σπίτι του, στο Κόκκινο Λιμανάκι και σε άλλες εξορμήσεις-εκδρομές. Επίσης, πηγαίναμε σε θεατρικές παραστάσεις. Είχε ιδιαίτερη προτίμηση σε έργα που έπαιζαν οι Δ.Παπαγιανόπουλο, Στ.Ληναίο, Θ.Καρακατσάνη και άλλοι ηθοποιοί της εποχής. Μερικές φορές με έπαιρνε μαζί του στις οικοδομές που είχε αναλάβει, καθώς ήταν Πολιτικός Μηχανικός, για να μου δείξει στις εκσκαφές των οικοδομών τον ‘’Αθηναϊκό ασβεστόλιθο την κιμιλιά’’ και άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς, καθώς ήμουν τελειόφοιτος του Φυσιογνωστικού Αθήνας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι μετά τις καλοκαιρινές διακοπές στη Ζαχάρω (είχα διαβάσει αρκετά καλά τότε), στις πτυχιακές εξετάσεις του Πανεπιστημίου πήρα 9 και 10 στη Γεωλογία, Κοιτασματολογία, Ορυκτολογία, Παλαιοντολογία και σε άλλα μαθήματα.
Στον Καϊάφα, με Αγλαϊα και Ντίνα, 1963.

- Οικογένεια θείας Αμαλίας. Στο γάμο της θείας Αμαλίας με τον άνδρα της Σωτήρη Ξυδέα, ήμουν παράνυφος. Δείτε τη σχετική φωτογραφία. Και αυτών η αγάπη για μένα ήταν απεριόριστη. Θυμάμαι, που ο θείος Σωτήρης, είχε μεγάλη νοσταλγία και καυχιόταν για τον τόπο του τη Σαϊδόνα της Μεσσηνιακής Μάνης. Όταν ήταν αξιωματικός στην αεροπορία, μας έφερνε κουνουπιέρες,υφάσματα από χρησιμοποιημένα αλεξίπτωτα και κάποια παγούρια που κράταγαν για πολύ το κρύο νερό. ΄Ηταν σύνεργα που τα παίρναμε μαζί μας στις καλοκαιρινές διακοπές στη Βουλιαγμένη, Πεντέλη και αλλού. ΄Ηταν ο φωτογράφος της οικογένειας, αλλά και ηχογραφούσε τα τραγούδια των οικογενειακών γλεντιών. Στην πορεία απέκτησε και ένα μικρό αυτοκίνητο το ‘’ταρζάν’’. Πραγματικά αστείο αυτοκίνητο. Αρκετές φορές μου το έδινε για να πάμε κάποια βόλτα με τις ξαδέλφες μου Νατάσσα και Κική, αλλά και με τις δικές μου παρέες. Όταν αργούσα να του το επιστρέψω στο σπίτι, πέταγα τα κλειδιά στο μπαλκόνι τους, ώστε να τα βρουν το πρωί. Και με το θείο Σωτήρη κάναμε πολύ ωραίες συζητήσεις. Συνήθως το Πάσχα πηγαίναμε με τους Ξυδέους στη Ραφίνα για το σουβλιστό αρνί και το γλέντι.
Πάσχα, Ραφήνα. Αμαλία,Αγγελικούλα,Νίκος,Κική,Σωτήρης,
Αγγελική,Σταύρος, Σωτήρης, Φραντζέσκα.

Καλοκαίρι Ραφήνα. Αμαλία,Αγγελική,Φραντζέσκα,Τασούλα,
Κική,Βασίληςε,Φραντζέσκα,Σωτήρης.

Αξέχαστα ήταν και τα γλέντια στο σπίτι τους.
Θυμάμαι, τους χορούς, τα ανέκδοτα και τα ‘’πικάντικα’’ παιχνίδια που τους μάθαινε ο γαμπρός του θείου, ο Θόδωρος Ξυδέας. ΄Ηταν πρωτόγνωρα τότε ‘’η μπουκάλα’’ και ιδιαίτερα με είχε εντυπωσιάσει‘’το πολεμικό χειρουργείο’’. Οι παίχτες καθόντουσαν εναλλάξ, άνδρεςς και γυναίκες. Ο Θόδωρος ήταν ο χειρουργός.΄Ένα σπιρτόξυλο ήταν ο τραυματίας του πολέμου. Και έπρεπε να δίνεται αυτό το σπιρτόξυλο από στόμα σε στόμα, ώστε να φτάσει γρήγορα στο γιατρό που διαπίστωνε ότι λόγο της κατάστασης του τραυματία,‘’έπρεπε να γίνει κάποιος ακρωτηριασμός’’. ΄Ετσι, έκοβε, γύρω με το γύρω, το σπιρτόξυλο μικρότερο. Φανταστείτε τώρα, τι γινόταν ‘’με την διακίνηση του τραυματία’’ από στόμα σε στόμα. Ανεπανάληπτες σκηνές. Αυτός ο Θόδωρος, που ήταν και αυτός από τη Σαϊδόνα της Μεσσηνίας, είχε παντρευτεί τη αδελφή του θείου την Αφροδίτη. Συνεχώς, τον έπιαναν και τον έστελναν στους τόπους εξορίας των τότε πολιτικών κρατούμενων. Και έλεγαν τότε ότι ο Θόδωρος, ήταν κυρίως καλοπερασάκιας, αφού στους τόπους εξορίας πάντοτε έπαιρνε μαζί του είδη για μια άνετη εκεί διαβίωση. Λέγανε, ότι μέχρι και φουσκωτό στρώμα είχε μαζί του. Είχε τρία παιδιά. Τη Λούλα, που την φιλοξενούσε η θεία Ερασμία όταν έμενα κοντά στο σημερινό ΚΤΕΛ των υπεραστικών, και κοντά στην οδό στρατηγού Καλάρη, στα Κάτω Πατήσια. Το Στέφανο, που έφυγε νωρίς για να εργαστεί στη Γερμανία και τον Λευτέρη,που ήταν ήδη στη Γερμανία. Θυμάμαι την αδελφή του θείου Σωτήρη, την Ασπασία που αρρώστησε από λευχαιμία και πέθανε πολύ νωρίς, αφού είχε παντρευτεί κάποιο ‘’ανεπρόκοπο’’, όπως έλεγαν, στο επώνυμο Μωραΐτης. ΄Εμεναν στο ιδιόκτητο σπίτι τους, στην περιοχή Βλάχου, κάπου απέναντι στο σημερινό Praktiker, ανάμεσα Φιλαδέλφεια και Μεταμόρφωση. ΄Ολη η οικογένεια είχε να λέει για την Ασπασία και ο χαμός της τους πλήγωσε πολύ.
Όταν ήμουν φοιτητής, μία φορά τη βδομάδα κατέβαινα το μεσημέρι στη γιαγιά, για να φάω φασολάδα με αξεπέραστη η γεύση. Πολλές φορές έτρωγα τότε και στη θεία Αμαλία. Και απαραίτητα, καφές ελληνικός το απόγευμα, όταν επέστρεφε ο θείος Σωτήρης από τη δουλειά του. Και συζητήσεις επί συζητήσεων. Για τις σπουδές, την επαγγελματική αποκατάσταση, τα είδη ‘’Κιγκαλερίας’’ που ήταν το όραμά του, όταν είχε το μπακάλικο και την ταβέρνα στην κυρά Πόπη, τη χήρα. Πάντοτε μου είχαν και 5-7 μανταρίνια. Αρκετές φορές κοιμόμουν εκεί τη νύχτα, ακόμη και όταν ήμουν έφηβος και φοιτητής. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, ότι την ημέρα που πέθανε η γιαγιά η Ελένη στο σπίτι μας στους Αγίους, εγώ πήγα και κοιμήθηκα στους Ξυδέους,εκείνο το βράδυ.
-Η γιαγιά Αμαλία. Η γιαγιούλα Αμαλία Βρανοπούλου, το γένος Τσέκου από τη Στενή ή τα Ψαχνά Ευβοίας (μητέρα της γιαγιάς Φραντζέσκας), ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε μας τα παιδιά, για τα παραμύθια και την καλοσύνη της. Όταν ερχόταν να μείνει για λίγο ή περισσότερο στην Αθήνα, έφερνε πάντοτε μαζί της σε ένα μικρό μπογαλάκι. ΄Οπως έλεγε, τα ….. απαραίτητα ρούχα για το θάνατο της (σάβανο κλπ).  Ο θείος Σπύρος πάντοτε την πείραζε. Και τα γέλια, ασταμάτητα. Εδώ που τα λέμε, η γιαγιά Αμαλία είχε τότε σε ζωή 5 παιδιά. Τον Κώστα, τον Παναγιώτη και το Γιώργο στη Χαλκίδα, την Ελένη και τη Φραντζέσκα στην Αθήνα. Και από ότι θυμάμαι μεταξύ των παιδιών της ΄προγιαγιάς μου Αμαλίας υπήρχε γκρίνια για τη διαμονή της. Φαίνεται ότι καταλάβαινε πολλά η γιαγιούλα και έβρισκε…..καταφύγιο στην Αθήνα, ανάμεσα στα εγγόνια της, τη μητέρα μου, τη θεία Αμαλία,τη γιαγιά Φραντζέσκα και τη θεία Ερασμία.


Η γιαγιά Αμαλία είχε έρθει και στη Ραφήνα. Βλέποντας από μακριά τα κύματα της θάλασσας, μας έλεγε για..…τα προβατάκια της θάλασσας και να προσέχουμε πολύ όταν κολυμπάμε. Ήταν πολύ καλή κολυμβήτρια και τη θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είμαστε στη Χαλκίδα πόσο ωραία κολύμπαγε με απλωτές. Τη γιαγιά Αμαλία τη θυμάμαι, συνέχεια να κεντάει και να πλέκει, να κάνει δουλειές του σπιτιού και ποτέ δεν καθόταν. Ήταν πολύ προκομένη και καλόψυχη γιαγιούλα, όπως έλεγαν οι εγγόνες της.
Επειδή η μητέρα μου την αγαπούσε υπερβολικά, εγώ τους πείραζα συνεχώς. Κάποιο καλοκαίρι, η θεία Ερασμία είχε πάρει μαζί της τη γιαγιά Αμαλία, όταν παραθερίζανε στις κατασκηνώσεις των υπαλλήλων του ΟΤΕ στο Καστρί, Ν.Ερυθραίας. Τότε, είχε δεχθεί αρκετές πέτρες από τον Πέτρο (τότε 4-5 χρόνων), που ήταν υπερβολικά άτακτος. Η γιαγιούλα Αμαλία, ήταν λιτοδίαιτη, σκελετωμένη,καμπουριασμένη, και είχε πολύ μεγάλα αυτιά. ΄Επλεκε χωρίς γυαλιά (είχε μάτι αετού, όπως η μητέρα μου), ποτέ δεν κράτησε μπαστούνι, ποτέ δεν αρρώστησες βαριά και δεν χρειάστηκε γιατρό. Αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, ιδιαίτερα τις‘’ομορφούλες’’ και τους ‘’βασιλικούς’’. Πέθανε σε ηλικία περίπου 110 ετών (όταν ήμουν στρατιώτης στη σχολή στη Λαμία το 1966), Ο άνδρας της Λεωνίδας Βρανόπουλος ήταν μαρμαρογλύπτης από την Αθήνα. Είχε το εργαστήριό του, μαζί με τον αδελφό του Μιλτιάδη, στη Λ. Αλεξάνδρας.΄Εργα του υπήρχαν στην Αθήνα και στη Χαλκίδα (στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου). Το πατρικό της σπίτι στη Χαλκίδα (σήμερα έχει γίνει δημοτικό σχολείο) το είχε δώσει στη νύφη της, την πρώην γυναίκα του γιού της Γιώργου,που έμενε αυτή εκεί με το γιό της το Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας, καβγατζής με το παραμικρό, ήταν ο αγαπημένος ξάδελφος της μητέρας μου. Η γιαγιά Αμαλία, όπως προείπαμε είχε 5 παιδιά, τον Κώστα, το Γιώργο, την Ελένη, τη Φραντζέσκα και τον Παναγιώτης. Ο Κώστας ( ήταν θερμαστής στο παγοποιείο της Χαλκίδα και είχε γυναίκα τη Σταυρούλα και κόρη τη Κούλα) και ο Παναγιώτη (ήταν υποδηματοποιός με μαγαζί στην οδό Αβάντων στη Χαλκίδα, και είχε γυναίκα τη Μίνα και παιδιά του τη Στέλλα, το Λεωνίδα, το Σπύρος, το Σταύρο, την Αμαλία, την Ελευθερία και το Στέλιος που τον έχω βαφτίσει μαζί με τον παππού Βασίλη) έμεναν στη Χαλκίδα. Η Φραντζέσκα, ο Γιώργος και η Ελένη έμεναν στην Αθήνα. Η Ελένη έμενε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα ( έλεγαν οι δικοί μου ότι είχε ένα αγόρι, το Μάνθο που πέθανε σε μικρή ηλικία, τρώγοντας κουκιά). Πολύ αργότερα, ξαναπαντρέφτηκε και πήγε να εγκατασταθεί στη Χαλκίδα. Και αυτή έλεγε αστεία και το..…γέλιο ασταμάτητο. Κάποτε, η γιαγιά η Φαντζέσκα έφτιαξε καφέ, αλλά δεν έφερε πιατάκια. Τότε η θεία Ελένη, κόβει από την κληματαριά αμπελόφυλα και …….τα προσφέρει για πιατάκια. Ο Γιώργος, ήταν αριστοκρατικός χαρακτήρας. Όταν ζούσε στη Χαλκίδα ήταν υποδηματοποιός και άριστος τεχνίτης. Με την πρώτη γυναίκα τους είχε ένα γιό τον Λεωνίδα. Όταν μετακόμισε στην Αθήνα, μετά το διαζύγιο με την πρώτη γυναίκα του, ήταν αποκλειστικός οδηγός στις λιμουζίνες της εποχής σε κάποιους ευκατάστατους (π.χ., εφοπλιστές). Όπως θυμάμαι, έλεγε απίστευτα αστεία και μου είχε δωρίσει μια κοκκάλινη φλογέρα και κατά καιρούς μου έφερνε φυσαρμόνικες. Θυμάμαι, όταν τα αφεντικά του έλειπαν στο εξωτερικό μας πήγαινε εκδρομές στο Μ. Πεύκο, Λουτράκι, Ωροπό κ.ά. Στην Αθήνα έμενε στον Κόκκινο Μύλο, μέσα σε καταπράσινο κήπο. Ακόμη θυμάμαι τις αμέτρητες κολοκύθες-φλασκιά που κρεμόντουσαν από την κρεβατίνα του. ΄Ηταν παντρεμένος για δεύτερη φορά με την Ελένη, μια πραγματική αριστοκρατική κοκέτα, μοδίστρα της τότε καλής κοινωνίας, που πάντοτε φορούσε καπέλο. ΄Ομως, η Ελένη εξαιτίας κάποιας ασθένειας, δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά. Μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι ότι μιλούσε γαλλικά. Ο πατέρας μου και ο θείος Σπύρος ο Νικολακόπουλος την πειράζανε και αυτή γελούσε με την καρδιά της.
   
 


















 - Ο Γιάγκος Κουρούπης και οι άλλοι συγγενείς

Τον πατέρα της μητέρας μου, το Γιάγκο Κουρούπη, τον είχα γνωρίσει λίγο. ΄Οταν ήμουν πολύ μικρός με πήγε ο πατέρας μου κανά 2 με 3 φορές στο σπίτι του, κάπου στου Ρούφ. Εκεί έμενε με τη νέα γυναίκα του, τη Μαριάνθη, και την Πιπίτσα (την κόρη του ; ...είχα ακούσει).



Κάπου εκεί κοντά, στο Ρουφ, θυμάμαι ότι έμενε και ο αδελφός του ο θείος της μητέρας μου, ο Χρήστος Κουρούπης, που ήταν λίγο καμπουριασμένος. Από τα παιδιά τους (ένα κορίτσι και δύο αγόρια), η Ελενίτσα, που ήταν και μοδίστρα, ήταν η αγαπημένη ξαδέλφη της μητέρας μου. Θυμάμαι ακόμη ότι ο Χρήστος και ο Γιάγκος, είχαν ή δούλευαν σε ''πόστα'' στη λαχαναγορά στο Γκάζι. Και πλήθος τα τελάρα με τα φρούτα και τα λαχανικά και πολύ σκοτεινά τα μαγαζάκια των λαχανεμπόρων. Από ότι λέγανε, ο πατέρας μου, ο θείος Σπύρος και ο θείος Αργύρης επισκέπτονταν συχνά το Γιάγκο. Ο θείος Σωτήρης έμενε αμέτοχος. Αργότερα, όταν ήμουν αξιωματικός ''ωνίων'' στο στρατό, μου είπαν ο πατέρας μου και ο θείος Σπύρος, ότι ο Γιάγκος κρατούσε τα λογιστικά βιβλία στο τάδε περίπτερο στη λαχαναγορά στου Ρέντη. Τον είδα, του συστήθηκα και του μίλησα λίγο, σε .....κλίμα.....παγωμένο, γιατί ποτέ δεν τον γνώρισα καλά. Αυτός πρέπει να συγκινήθηκε, όπως μου έλεγαν αργότερα, όσοι τον έβλεπαν ....συχνά. Η μητέρα μου, από το σόϊ του πατέρα της, αγαπούσε και εκτιμούσε ιδιαίτερα τη θεία της ΄Αννα Παπαζαχαρίου, αδελφή του πατέρα της. Ο άνδρας της ο Χρήστος, ήταν συμφοιτητής στο πανεπιστήμιο με το Γιάγκο. Αυτή η θειά της νόμιζε ότι το όνομα της μητέρας μου ήταν Κυριακούλα, και πάντοτε της Αγίας Κυριακής της ευχόταν χρόνια πολλά. Η μητέρα μου ποτέ δεν της είχε πεί ότι το όνομά της ήταν Αγγελική και τις το είχε δώσει η νονά της. Ακόμη και σήμερα στα βαθιά γεράματά της θυμάται την οδό και τον αριθμό όπου έμενε η θεία της στη Φιλοθέη. Στο σπίτι τους πηγαίναμε στις γιορτές τους. Είχαν σπίτι και στη Ραφήνα, που τους το έφτιαξε ο θείος Σπύρος. Ακόμη θυμάμαι και τη γιαγιά της μητέρας μου (μητέρα του Γιάγκου) την Κυριακούλα. Πρέπει να έμενε με κάποια κόρη της (Ζωή;) στην περιοχή του αρχαιολογικού Μουσείου ή στην περιοχή Πεδίου ΄Αρεως και Πατησίων.
____________________________________________________________________


Γενέθλια Πέτρου, Νοεμβ., 1960. Θεία Ζωή με τη Ντίνα, ο πατέρας μου, θεία Ερασμία, Θείος Αργύρης, Γιαγιά, εγώ, Κική και θεία Αμαλία, Φραντζέσκα, Μητέρα, κάποια άγνωστη, αδελφός Παναγιώτη, Παναγιώτης, Πέτρος, Αγλαΐα, Τασούλα.

Σε κάποια γιορτή, εγώ, η αδελφή μου Φραντζέσκα, η Αγλαΐα, η Τασούλα,  ο Πέτρος ο Κουνάδης, η Κική και ο Πέτρος, 1958.


Φραντζέσκα,Κική,Νατάσα,γιαγιά Φραντζέσκα,Πέτρος,Ντίνα,Αγλαϊα, Θόδωρος (Νοεμ.,1959)


Α΄ τάξη Δημοτικού-Ιδ. Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1949

Α΄ τάξη Δημοτικού-Ιδ. Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1949
; ,Μίνα Βιδάλη,Καίτη Ζευγώλη,Μαρίκα Σαρή, ; ,Νίκη Μπαλάσκα,Κική Βλάχου,Αχιλλέας Δραγατίδης, Θόδωρος Κουσουρής, Αντώνης Αγάθος,Αθηνά ;,Σταύρος Σαντοριναίος, Kαίτη;,Γιώργος Χρονόπουλος,Θανάσης Βογιατζής,Βασίλης Μητράκης,κ.ά

E΄ τάξη Δημοτικού, Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1953

E΄ τάξη Δημοτικού, Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1953
Βογιατζης, Δραγατίδης, Σαντοριναίος, Σουλιώτης, Μπάκουλης, Μανωλάκης, Κουσουρής, Κατσίγερας (εκδρομή Διόνυσος)

Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1953

Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο Γάκη,Οικονομίδου, 1953
Μεταξύ άλλων, Σαντοριναίος, Μπάκουλης, η κα Λούλα Γάκη, Στεφανάκης, Σουλιώτης, Βογιατζής, Αγάθος, Μαυροειδής, Μαυροειδής, Κουσουρής, Στεφανάκης, Μανωλάκης, Δραγατίδης, Βλάχου,Χρυσοχόου, Βογιατζή (εκδρομή Διόνυσος)

Γ' Γυμνασίου, Γυμνάσιο Αγίων Αναργύρων, 1957

Γ' Γυμνασίου, Γυμνάσιο Αγίων Αναργύρων, 1957
Μεταξύ άλλων, Νικολάκης, Ζαβός, Κυριαζής, Ανδρικόπουλος, Σαμαράς, Χατζόπουλος, Ζωνουδάκης, Σαρλάς, Παπαδομανωλάκης, Κουσουρής, Κάτσαρης, Τσίγκος, Μπιτζαράκης, Αττάρτ, Μαρινάκης, Αγάθος, Βαρουξής, Ποτάκης, Βογιατζής

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φυσιογνωστικό, εκπαιδευτική εκδρομή Περαχώρα, 1964

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φυσιογνωστικό, εκπαιδευτική εκδρομή Περαχώρα, 1964
Μεταξύ άλλων,Κουσουρής,Βαμβακας,Αθανασάκης,Σουρή,Μαργαρίτης,Τσιντής,Καράμπελας,Βιδαλάκη,ο καθηγητής Παρασκευόπουλος και ο τότε βοηθός και μετέπειτα καθηγητής Λεοντάρης,

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φυσιογνωστικό, εκπαιδευτική εκδρομή Κρήτης, 1965

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φυσιογνωστικό, εκπαιδευτική εκδρομή Κρήτης, 1965
Μεταξύ άλλων,Μπαλατσούκας,Κουσουρής,Κούκης,Τσιντής,Κοκοράκης,Αντωνόπουλος,Αθανασάκης,Ζώη,Μαργαρίτης,Βεϊνή,Τζανή,Βιδαλάκη,Κωνσταντίνου, ο βοηθός Παταργιάς και οι καθηγητές Πανταζής, Κιόρτσης,Φούφας,Παρασκευόπουλος

Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά την ορκωμοσία πτυχιούχων Γεωγραφίας και Φυσιογνωσίας, 1966.

Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά την ορκωμοσία πτυχιούχων Γεωγραφίας και Φυσιογνωσίας, 1966.
Μεταξύ άλλων, Πηλιχού,Τζανή,Βεϊνή,Κούκης,Κωνσταντίνου,Ζέτα,Λιβαδάς,Αθανασάκης,Κουσουρής,Παντελάκης

Καβάλα, Συνέδριο ΕΚΘΕ, 1997

Καβάλα, Συνέδριο ΕΚΘΕ, 1997
Θόδωρος Κουσουρής, Νίκος Κριάρης, Κώστας Παπακωνσταντίνου (συνάδελφοι)

ΕΛΚΕΘΕ / ΙΕΥ, Άγιος Κοσμάς - 2000

ΕΛΚΕΘΕ / ΙΕΥ, Άγιος Κοσμάς - 2000
- Μεταξύ των άλλων στη φωτογραφία είναι οι συνάδελφοι Ι.Ζαχαρίας, Β. Λαμπροπούλου, Θ. Κουσουρής, Η. Μπερταχάς, Ν. Σκουλικίδης, Θ. Βουρδουμπά, Σ. Γιακουμή, Σ. Λιάσκου, Κ.Γκρίτζαλης, Α. Οικονόμου.